- γιόμα
- τοβλ. γεύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιόμα — το 1. πρόγευμα, κολατσιό 2. μεσημεριανό φαγητό, γεύμα 3. το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρωί και το μεσημέρι 4. το μεσημέρι 5. το μεσουράνημα τού ήλιου και τών άστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γεύμα] … Dictionary of Greek
γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») … Dictionary of Greek
απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γεμάτος — και γιομάτος, η, ο (Μ γεμάτος, η, ον) 1. πλήρης, μεστός από κάτι 2. (για πρόσωπα) ευτραφής 3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός 4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν») 5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γέμα — το βλ. γεύμα και γιόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)